- καύχημα
- και καύκημα, το (ΑΜ καύχημα, Α δωρ. τ. καύχαμα) [καυχώμαι]1. το αντικείμενο τής καύχησης, αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, καμάρι (α. «ώ γνήσια τής Ελλάδος τέκνα... καύχημα νέον», Κάλβ.β. «καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῑς ἡμῶν», ΚΔ)2. έπαρση, καύχηση, αλαζονεία, καυχησιολογία («ἀλλ' ὅμως καύχημα κατάβρεχε σιγᾷ», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.